- συννέμησις
- -ήσεως, ἡ, Ασχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συννέμησιν — συννέμησις relation fem acc sg συννέμω feed pres subj mp 2nd sg (epic) συννέμω feed pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)